- Μωχάμετ
- Βλ. λ. Μοχάμετ.
Ο Μοχάμετ Αλί σε πίνακα του Κουντέ (Μουσείο Βερσαλλιών).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
Νουμπάρ πασάς — (Σμύρνη 1825 – Παρίσι 1899). Αρμένιος πολιτικός. Σπούδασε στην Ελβετία και στο Παρίσι με έξοδα του συμπατριώτη του Μπογκός μπέη, υπουργού του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου. Μετά τις σπουδές του εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου υπηρέτησε τον ηγεμόνα… … Dictionary of Greek
αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
Τοσίτσας — Επώνυμο εθνικών ευεργετών από το Μέτσοβο της Ηπείρου. Αναφέρονται και με το επώνυμο Τοσίτζας. 1. Μιχαήλ (1787 – 1856). Σε ηλικία 10 χρόνων εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο πατέρας του είχε κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών. Εκεί, φοιτούσε σε … Dictionary of Greek
Χατζή, Χρήστος — (1783 – 1853). Αγωνιστής του 1821. Σέρβος στην καταγωγή, μετά τον θάνατο του πατέρα του Πέτρου και του αδελφού του Σταύρου στη σερβική επανάσταση (1806), έφυγε μαζί με τη μητέρα του Άννα από το Βελιγράδι και πήγε στη Βοσνία και από εκεί διαδοχικά … Dictionary of Greek
Αμπντ ελ-Κριμ — (Αζντίρ 1882 – Κάιρο 1963). Μαροκινός αγωνιστής (το πραγματικό όνομά του ήταν Μωχάμετ ιμπν Αμπντ αλ Καρίμ αλ Χατάμπι). Γιος φύλαρχου του Ριφ, έγινετο 1914 καδής της Μελίλια, αναμείχθηκε στους πολιτικούς αγώνεςτης χώρας του και προμήθευσε όπλα τον … Dictionary of Greek
Αμπντούλ Μετζίτ ή Αβδούλ Μετζίτ ή Αμπντ αλ-Ματσίτ — (1823 – 1861).Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1839 61), γιος του Μεχμέτ B’. Με την υποστήριξη των ηγεμονιών της δυτικής Ευρώπης –που τον χρησιμοποιούσαν ως αντιστάθμισμα στον Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου και στη ρωσική επιρροή– και τη… … Dictionary of Greek
Αμπού Χανίφα, ιμπν Ταμπίτ — (Κούφα 699 – Βαγδάτη 767). Άραβας νομομαθής. Αν και η επιστημονική του σκέψη είναι γνωστή κατά κύριο λόγο από τους μαθητές του, ο Α.Χ. θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους Άραβες νομομαθείς. Η σχολή, που από αυτόν πήρε το όνομα χανιφιτική,είχε… … Dictionary of Greek
Ανδρέου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αντώνιος Χατζή. Καταγόταν από την Ύδρα. Έμπιστος του Ανδρέα Μιαούλη, διακρίθηκε σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις. To 1824, όταν το καράβι του Τομπάζη αιχμαλώτισε ένα χρηματαγωγό πλοίο του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου, ο… … Dictionary of Greek